- ζαβλακομάρα
- η обалдение, отупение, одурение, одурь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζαβλακομάρα — ζαβλακομάρα, η και ζαβλάκωμα, το, ατος αποβλάκωση, αποχαύνωση: Έχει ζαβλακομάρα από το πολύ πιοτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζαβλάκωμα — το, ατος βλ. ζαβλακομάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)